“Το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να θυμηθεί ήταν η πτώση. Μα όχι την προσγείωση...
Ξύπνησε, εντελώς μουδιασμένος, σε ένα ως φαινόταν κρεβάτι χειρουργείου· θαμπά φώτα τον τύφλωναν και θολές σκιές κινούνταν, μπλέκονταν και διχοτομούνταν γύρω του. Ένας ξαφνικός οξύς πόνος διαπέρασε το κορμί του, από το αριστερό του μάτι κάτω στο δεξί του πόδι. Προσπάθησε να ουρλιάξει αλλά το στόμα του ήταν μάλλον ραμμένο. Αποφάσισε πως ήταν πρέπον να λιποθυμίσει. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις του, το ένα τέταρτο του σώματός του έλειπε· το μισό κεφάλι του, το μισό στήθος του με τη μισή καρδιά του έως κάτω στο στομάχι του. Παραδόξως, μπορούσε να αντιληφθεί πλήρως τις αισθήσεις των δύο αυτόνομων πλέον υπάρξεων του παρά τη χωρική και χρονική απόσταση μεταξύ των δύο.”